- ὑπεκρέων
- ὑπεκρέωflow out from underpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ὑπεκρέωflow out from underpres part act masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθένας — και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῑς και καθείς, καθεμία, καθέν) (αόρ. αντων.) ένας ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ) νεοελλ. 1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek